- ἐφευρίσκει
- ἐφευρίσκωfindpres ind mp 2nd sgἐφευρίσκωfindpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφάντασις — ἐμφάντασις, η (Α) αυτό που εφευρίσκει κανείς με τη φαντασία, η επινόηση … Dictionary of Greek
ευρετής — και ευρέτης, ο (ΑΜ εὑρετής, θηλ. εὑρέτις, ιδος) αυτός που εφευρίσκει, που ανακαλύπτει κάτι, ο επινοητής νεοελλ. αυτός που βρίσκει κάτι το οποίο ήταν χαμένο μσν. αρχ. (για τον διάβολο) ευρέτης τής αμαρτίας, αυτός που επινοεί τεχνάσματα για να… … Dictionary of Greek
ευρετικός — ή, ό (ΑΜ εὑρετικός, ή, όν) [ευρετής] ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ευρετική επιστημονική… … Dictionary of Greek
ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
ευρησιεπής — εὑρησιεπής και εὑρεσιεπής, ές (Α) 1. αυτός που εφευρίσκει, που επινοεί έπη, λέξεις, έμπειρος στη χρήση λέξεων, ευφραδής 2. (με κακή σημ.) φλύαρος, γεμάτος σοφιστείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω) + επής (< έπος), σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
εφευρετικός — ή, ό (Α ἐφευρετικός, ή, όν) [εφευρέτης] αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος … Dictionary of Greek
εφευρετικότητα — η η ικανότητα κάποιου να εφευρίσκει, να επινοεί, η επινοητικότητα, η εφευρετική δημιουργική ικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφευρετικός. Η λ. στον λόγιο τ. εφευρετικότης μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek
κινητής — ο (ΑΜ κινητής) [κινώ] 1. αυτός που κινεί κάτι 2. αυτός που εφευρίσκει κάτι, ο δημιουργός («ὦ καινών ἐπῶν κινητά καί μοχλευτά», Αριστοφ.) νεοελλ. ο υποκινητής αρχ. ο στασιαστής, ο ταραχοποιός … Dictionary of Greek
κοσμοτέχνης — κοσμοτέχνης, ὁ θηλ. κοσμοτεχνῆτις, ήτιδος (Α) 1. ο δημιουργός τού κόσμου 2. το θηλ. ως επίθ. αυτή που εφευρίσκει τέχνες για ωφέλεια τού κόσμου («σοφία κοσμοτεχνῆτις», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο τέχνης,… … Dictionary of Greek
μηχανητής — μηχανητής, ὁ (ΑΜ) [μηχανώμαι] αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές … Dictionary of Greek